- λαμπρότης
- λαμπρότηςbrilliancyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπρότης — λαμπρότης, ητος, ἡ (AM) βλ. λαμπρότητα … Dictionary of Greek
λαμπροτήτων — λαμπρότης brilliancy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότησι — λαμπρότης brilliancy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότησιν — λαμπρότης brilliancy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητα — λαμπρότης brilliancy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητας — λαμπρότης brilliancy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητες — λαμπρότης brilliancy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητι — λαμπρότης brilliancy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητος — λαμπρότης brilliancy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek